- κατήλυσις
- κατήλυσις, -ύσεως, ἡ (Α)1. η προς τα κάτω πορεία, κατάβαση, κάθοδος, πτώση2. επάνοδος, επιστροφή («πρὸ γὰρ τῆς Ἡρακλειδῶν κατηλύσεως», Διόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -ήλυσις (< θ. ελυθ-, συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας ελευθ- τού ἐλεύθω «έρχομαι», + κατάλ. -σις)το -η- είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Dictionary of Greek. 2013.